- κατηγγειωμένως
- κατηγγειωμένως, Adv. [tense] pf. part. [voice] Pass., ([etym.] καταγγειόομαι)A by means of blood-vessels, Sor.1.73.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατηγγειωμένως — (Α) επίρρ. διὰ μέσου αιμοφόρων αγγείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. κατηγγειωμένος τού ρ. καταγγειούμαι «είμαι γεμάτος αιμοφόρα αγγεία»] … Dictionary of Greek
κατηγγειωμένως — by means of blood vessels indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)